- μελετωμένη
- μελετάωtake thoughtpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελετωμένῃ — μελετάω take thought pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
Κλήμης, Στέφανος — (Κάλυμνος ; – Αθήνα 1887). Λόγιος μουσικός. Εργάστηκε στην Αθήνα, όπου δημοσίευσε μελέτες σε διάφορες καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες. Από τις εργασίες του διακρίνονται Η ελληνική μουσική και η μελετωμένη εν Κωνσταντινουπόλει μεταρρύθμισις αυτής … Dictionary of Greek